Εξώφυλλα Βιβλίων

Ακούγοντάς τον να της γυρεύει εξηγήσεις, η όψη της μούχρωσε πιότερο κι από την άβυσσο της ψυχής των ανθρώπων. Η επίκρισή της που ακαριαία ακολούθησε, ατσαλένιος πέλεκυς πάνω του. «Γιατί είναι νεκρός!» ούρλιαξε αλαφιασμένη. «Γιατί του άνοιξαν μια τρύπα στο πίσω μέρος του κεφαλιού σπάζοντάς του το κρανίο με τα στρεβλά τους νύχια και έρχονταν πότε η πρώτη, πότε η δεύτερη, πότε η τρίτη τερατόμορφη αράχνη και του ρουφούσε λυσσαλέα τα σωθικά!» το χέρι της τον γράπωσε από το δερμάτινο μπουφάν στο ύψος του λαιμού. «Καταλαβαίνεις τι σου λέω;» τον ρώτησε με πρόσωπο κάτασπρο, θαρρείς και πέθαινε από υποθερμία. «Συνειδητοποιείς την φρίκη, την αποστροφή! Τον ρουφούσαν ζωντανό ξανά και ξανά», αποκάλυψε και τα δάκριά της φιδωτά ποτάμια στα μάγουλα, «ως που δεν έμεινε τίποτα μέσα του!» συμπλήρωσε σφίγγοντάς τον περισσότερο με το χέρι. «Όλα του τα ζωτικά όργανα, ναι, καλά ακούς, του τα πήραν βάναυσα οι κολασμένες αράχνες. Όλα τα έφαγαν μπροστά μου οι καταραμένες και ‘γω, ναι, εγώ Δημοσθένη Καρρά, έστεκα πελαγωμένη γιατί δεν ήξερα αν έπρεπε να κλείσω τα μάτια για να μην βλέπω την φρίκη ή να κλείσω τα αυτιά για να μην την ακούω!» παραδέχτηκε αναστατωμένη φέρνοντας παράλληλα στο νου τις θανατηφόρες μορφές των λυσσαλέων αρθρόποδων και ακαριαία τον ελευθέρωσε από το κράτημά της.
Ακούγοντάς τον να της γυρεύει εξηγήσεις, η όψη της μούχρωσε πιότερο κι από την άβυσσο της ψυχής των ανθρώπων. Η επίκρισή της που ακαριαία ακολούθησε, ατσαλένιος πέλεκυς πάνω του. «Γιατί είναι νεκρός!» ούρλιαξε αλαφιασμένη. «Γιατί του άνοιξαν μια τρύπα στο πίσω μέρος του κεφαλιού σπάζοντάς του το κρανίο με τα στρεβλά τους νύχια και έρχονταν πότε η πρώτη, πότε η δεύτερη, πότε η τρίτη τερατόμορφη αράχνη και του ρουφούσε λυσσαλέα τα σωθικά!» το χέρι της τον γράπωσε από το δερμάτινο μπουφάν στο ύψος του λαιμού. «Καταλαβαίνεις τι σου λέω;» τον ρώτησε με πρόσωπο κάτασπρο, θαρρείς και πέθαινε από υποθερμία. «Συνειδητοποιείς την φρίκη, την αποστροφή! Τον ρουφούσαν ζωντανό ξανά και ξανά», αποκάλυψε και τα δάκριά της φιδωτά ποτάμια στα μάγουλα, «ως που δεν έμεινε τίποτα μέσα του!» συμπλήρωσε σφίγγοντάς τον περισσότερο με το χέρι. «Όλα του τα ζωτικά όργανα, ναι, καλά ακούς, του τα πήραν βάναυσα οι κολασμένες αράχνες. Όλα τα έφαγαν μπροστά μου οι καταραμένες και ‘γω, ναι, εγώ Δημοσθένη Καρρά, έστεκα πελαγωμένη γιατί δεν ήξερα αν έπρεπε να κλείσω τα μάτια για να μην βλέπω την φρίκη ή να κλείσω τα αυτιά για να μην την ακούω!» παραδέχτηκε αναστατωμένη φέρνοντας παράλληλα στο νου τις θανατηφόρες μορφές των λυσσαλέων αρθρόποδων και ακαριαία τον ελευθέρωσε από το κράτημά της.
Κυνηγώντας Τις Καταιγίδες - Σκιές Βαθιά Μέσα Στην Νύχτα Υπόθεση: "Εκάτη: Μια πόλη αινιγματική, μια πόλη καταραμένη. Ο Αντύπας Στεφανίδης ξυπνά και βρίσκεται να περιμένει έξω από την ψυχιατρική πτέρυγα του νοσοκομείου. Σύμμαχοι οι γονείς του. Εχθρός το μυαλό του. Ή μήπως το αντίθετο; Εκάτη: Μια πόλη με δώδεκα επαρχίες ολόγυρά της, που σε καμία τους δε θα ήθελες να βρεθείς. Ο Αντύπας Στεφανίδης βρέθηκε σε όλες και παρ’ όλα αυτά κατάφερε να επιβιώσει. Σύμμαχος το μυαλό του. Εχθροί όλοι τους. Ή μήπως το αντίθετο; Εκάτη: Μια πόλη γεμάτη θρύλους, μια πόλη γεμάτη θανατικό. Ο Αντύπας Στεφανίδης σύντομα θα ανακάλυπτε πόσο αληθινοί είναι. Σύμμαχοι οι γονείς, οι φίλοι και όσοι δε φοβόντουσαν να αντιμετωπίσουν τον θεριστή του διαβόλου. Εχθροί οι καταιγίδες. Ή μήπως το αντίθετο; Πριν από χρόνια οι πρόγονοί του τις είχαν νικήσει. Τώρα όμως επέστρεψαν χειρότερες και η χρονομέτρηση στην ξύλινη κλεψύδρα σύντομα θα ξεκινήσει. Αν δεν καταφέρουν οι καταιγίδες να τον βρουν, τότε θα πρέπει ο ίδιος να τις κυνηγήσει…"
Κυνηγώντας Τις Καταιγίδες - Σκιές Βαθιά Μέσα Στην Νύχτα Υπόθεση: "Εκάτη: Μια πόλη αινιγματική, μια πόλη καταραμένη. Ο Αντύπας Στεφανίδης ξυπνά και βρίσκεται να περιμένει έξω από την ψυχιατρική πτέρυγα του νοσοκομείου. Σύμμαχοι οι γονείς του. Εχθρός το μυαλό του. Ή μήπως το αντίθετο; Εκάτη: Μια πόλη με δώδεκα επαρχίες ολόγυρά της, που σε καμία τους δε θα ήθελες να βρεθείς. Ο Αντύπας Στεφανίδης βρέθηκε σε όλες και παρ’ όλα αυτά κατάφερε να επιβιώσει. Σύμμαχος το μυαλό του. Εχθροί όλοι τους. Ή μήπως το αντίθετο; Εκάτη: Μια πόλη γεμάτη θρύλους, μια πόλη γεμάτη θανατικό. Ο Αντύπας Στεφανίδης σύντομα θα ανακάλυπτε πόσο αληθινοί είναι. Σύμμαχοι οι γονείς, οι φίλοι και όσοι δε φοβόντουσαν να αντιμετωπίσουν τον θεριστή του διαβόλου. Εχθροί οι καταιγίδες. Ή μήπως το αντίθετο; Πριν από χρόνια οι πρόγονοί του τις είχαν νικήσει. Τώρα όμως επέστρεψαν χειρότερες και η χρονομέτρηση στην ξύλινη κλεψύδρα σύντομα θα ξεκινήσει. Αν δεν καταφέρουν οι καταιγίδες να τον βρουν, τότε θα πρέπει ο ίδιος να τις κυνηγήσει…"
Η Ιφιγένεια Κοραλία Πετράκη, κόρη μιας εκ των πλουσιοτέρων οικογενειών της Εκάτης και μέλος μιας παρέας αθυρόστομων και αμείλικτων κοριτσιών, που της ασκεί ψυχολογική και σωματική κακοποίηση, βρίσκει τραγικό θάνατο μετά από ένα πολύνεκρο δυστύχημα, την πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη. Την ίδια τραγική εκείνη μέρα, ο δήμαρχος της Εκάτης, Μάξιμος Κόντης, ανακοινώνει απολύτως ψύχραιμα στους πολίτες πως αν και θα υπάρξει τριήμερο πένθος, οι υπηρεσίες και τα καταστήματα θα παραμείνουν σε λειτουργία. Επίσης, τους ανακοινώνει με πλήρη συναίσθηση, πως αναστέλλονται οι αγρυπνίες προς τιμήν των θυμάτων, διότι έκτος ότι τις θεωρεί ξεπερασμένες για τη νέα πολιτική της Εκάτης, θα αποδιοργανώσουν τους καταιγιστικούς ρυθμούς που κινείτε η Πόλη των Εκλεκτών, καθιστώντας την έρμαιο των παθών πολιτικών του αντιπάλων. Πλέον, ως μια φασματική, υπερβίαιη παρουσία από ένα σκοτεινό και άγριο κόσμο, το μόνο που ορέγεται η Ιφιγένεια Κοραλία Πετράκη, έπειτα από τα όσα ειδεχθή της έκαναν εκείνα τα πέντε μοχθηρά κορίτσια, είναι αυτονόητο η εκδίκηση μέσο της ζοφερής της κατάρας. Όσο για τις άσπονδες φίλες της, ύστερα από πολλές λεκτικές και σωματικές διαμάχες μεταξύ τους, επιτέλους αντιλαμβάνονται με τρόμο πως θα πρέπει να συνεργαστούν αν επιθυμούν να κατορθώσουν επιτυχώς να κυνηγήσουν τις καταιγίδες τους. Αν δεν το πράξουν εγκαίρως, τότε θα πρέπει να φυλαχτούν γιατί θα τις κυνηγήσουν οργισμένα εκείνες!
Η Ιφιγένεια Κοραλία Πετράκη, κόρη μιας εκ των πλουσιοτέρων οικογενειών της Εκάτης και μέλος μιας παρέας αθυρόστομων και αμείλικτων κοριτσιών, που της ασκεί ψυχολογική και σωματική κακοποίηση, βρίσκει τραγικό θάνατο μετά από ένα πολύνεκρο δυστύχημα, την πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη. Την ίδια τραγική εκείνη μέρα, ο δήμαρχος της Εκάτης, Μάξιμος Κόντης, ανακοινώνει απολύτως ψύχραιμα στους πολίτες πως αν και θα υπάρξει τριήμερο πένθος, οι υπηρεσίες και τα καταστήματα θα παραμείνουν σε λειτουργία. Επίσης, τους ανακοινώνει με πλήρη συναίσθηση, πως αναστέλλονται οι αγρυπνίες προς τιμήν των θυμάτων, διότι έκτος ότι τις θεωρεί ξεπερασμένες για τη νέα πολιτική της Εκάτης, θα αποδιοργανώσουν τους καταιγιστικούς ρυθμούς που κινείτε η Πόλη των Εκλεκτών, καθιστώντας την έρμαιο των παθών πολιτικών του αντιπάλων. Πλέον, ως μια φασματική, υπερβίαιη παρουσία από ένα σκοτεινό και άγριο κόσμο, το μόνο που ορέγεται η Ιφιγένεια Κοραλία Πετράκη, έπειτα από τα όσα ειδεχθή της έκαναν εκείνα τα πέντε μοχθηρά κορίτσια, είναι αυτονόητο η εκδίκηση μέσο της ζοφερής της κατάρας. Όσο για τις άσπονδες φίλες της, ύστερα από πολλές λεκτικές και σωματικές διαμάχες μεταξύ τους, επιτέλους αντιλαμβάνονται με τρόμο πως θα πρέπει να συνεργαστούν αν επιθυμούν να κατορθώσουν επιτυχώς να κυνηγήσουν τις καταιγίδες τους. Αν δεν το πράξουν εγκαίρως, τότε θα πρέπει να φυλαχτούν γιατί θα τις κυνηγήσουν οργισμένα εκείνες!
Η πόλη όμως, δεν ήτανε νεκρή. Ανάσαινε ακόμη, καθώς είχε καινούργια μάτια, καθώς είχε καινούργια αυτιά. Σάρκες, αλλά και κόκαλα της έλειπαν για να ορθωθεί και πάλι. Σάρκες, αλλά και κόκαλα, που θα άρπαζε βίαια από όλους εκείνους τους δαίμονες που ορέγονταν το κακό της. Η μόλυνση από τον θανατηφόρο ιό Ω2 δεν ήταν το τέλος του κόσμου, δεν ήταν ο αφανισμός της ανθρωπότητας, ανακοίνωναν με άκρατη σοβαρότητα μέσω των διαγγελμάτων τους οι πρωθυπουργοί ανά τον κόσμο ποτίζοντας με δηλητήριο τον σπόρο της προπαγάνδας.  Όσοι κατόρθωσαν να επιζήσουν από το πρώτο κύμα παράνοιας που κατέκλεισε τους δρόμους της Θεσσαλονίκης, κλειδαμπαρώθηκαν τρομαγμένοι στις κατοικίες τους αγνοώντας χαρακτηριστικά τις αυστηρότατες εντολές της πολιτικής προστασίας που τους προέτρεπαν να συνεχίσουν κανονικά τις ζωές τους χωρίς να φοβόντουσαν πως θα πάθαιναν κάποιο αιφνίδιο κακό. Όποιοι τους πίστεψαν, ανοίγοντας τις πόρτες των κατοικιών τους καλωσορίζοντας τον νοσηρό εφιάλτη που καραδοκούσε στις άγριες σκιές, σφαγιάστηκαν με τον πιο αποτρόπαιο τρόπο από ανθρώπους-τέρατα, από ανθρώπους που μεταλλάχτηκαν λόγω του ιού σε πλάσματα που θύμιζαν περισσότερο αράχνες! Σε λιγότερο από ένα μήνα, οι πρωθυπουργοί ανά τον κόσμο άλλαξαν ρότα στα διαγγέλματά τους, προτρέποντας με φωνές αυταρχικές, με φωνές που δεν λάμβαναν υπόψη τους αντίθετες γνώμες, όλους τους πολίτες να παραμείνουν αναντίρρητα στις οικίες τους θέτοντας συνειδητά τους εαυτούς τους σε ολιγοήμερη καραντίνα με την σαθρή δικαιολογία πως ο στρατός ανέλαβε άμεσα να επαναφέρει την τάξη στον πλανήτη. Όμως ήδη το κακό είχε γίνει, και τίποτα πλέον δεν θα ήταν όπως παλιά.
Η πόλη όμως, δεν ήτανε νεκρή. Ανάσαινε ακόμη, καθώς είχε καινούργια μάτια, καθώς είχε καινούργια αυτιά. Σάρκες, αλλά και κόκαλα της έλειπαν για να ορθωθεί και πάλι. Σάρκες, αλλά και κόκαλα, που θα άρπαζε βίαια από όλους εκείνους τους δαίμονες που ορέγονταν το κακό της. Η μόλυνση από τον θανατηφόρο ιό Ω2 δεν ήταν το τέλος του κόσμου, δεν ήταν ο αφανισμός της ανθρωπότητας, ανακοίνωναν με άκρατη σοβαρότητα μέσω των διαγγελμάτων τους οι πρωθυπουργοί ανά τον κόσμο ποτίζοντας με δηλητήριο τον σπόρο της προπαγάνδας. Όσοι κατόρθωσαν να επιζήσουν από το πρώτο κύμα παράνοιας που κατέκλεισε τους δρόμους της Θεσσαλονίκης, κλειδαμπαρώθηκαν τρομαγμένοι στις κατοικίες τους αγνοώντας χαρακτηριστικά τις αυστηρότατες εντολές της πολιτικής προστασίας που τους προέτρεπαν να συνεχίσουν κανονικά τις ζωές τους χωρίς να φοβόντουσαν πως θα πάθαιναν κάποιο αιφνίδιο κακό. Όποιοι τους πίστεψαν, ανοίγοντας τις πόρτες των κατοικιών τους καλωσορίζοντας τον νοσηρό εφιάλτη που καραδοκούσε στις άγριες σκιές, σφαγιάστηκαν με τον πιο αποτρόπαιο τρόπο από ανθρώπους-τέρατα, από ανθρώπους που μεταλλάχτηκαν λόγω του ιού σε πλάσματα που θύμιζαν περισσότερο αράχνες! Σε λιγότερο από ένα μήνα, οι πρωθυπουργοί ανά τον κόσμο άλλαξαν ρότα στα διαγγέλματά τους, προτρέποντας με φωνές αυταρχικές, με φωνές που δεν λάμβαναν υπόψη τους αντίθετες γνώμες, όλους τους πολίτες να παραμείνουν αναντίρρητα στις οικίες τους θέτοντας συνειδητά τους εαυτούς τους σε ολιγοήμερη καραντίνα με την σαθρή δικαιολογία πως ο στρατός ανέλαβε άμεσα να επαναφέρει την τάξη στον πλανήτη. Όμως ήδη το κακό είχε γίνει, και τίποτα πλέον δεν θα ήταν όπως παλιά.
Ακούγοντάς τον να της γυρεύει εξηγήσεις, η όψη της μούχρωσε πιότερο κι από την άβυσσο της ψυχής των ανθρώπων. Η επίκρισή της που ακαριαία ακολούθησε, ατσαλένιος πέλεκυς πάνω του. «Γιατί είναι νεκρός!» ούρλιαξε αλαφιασμένη. «Γιατί του άνοιξαν μια τρύπα στο πίσω μέρος του κεφαλιού σπάζοντάς του το κρανίο με τα στρεβλά τους νύχια και έρχονταν πότε η πρώτη, πότε η δεύτερη, πότε η τρίτη τερατόμορφη αράχνη και του ρουφούσε λυσσαλέα τα σωθικά!» το χέρι της τον γράπωσε από το δερμάτινο μπουφάν στο ύψος του λαιμού. «Καταλαβαίνεις τι σου λέω;» τον ρώτησε με πρόσωπο κάτασπρο, θαρρείς και πέθαινε από υποθερμία. «Συνειδητοποιείς την φρίκη, την αποστροφή! Τον ρουφούσαν ζωντανό ξανά και ξανά», αποκάλυψε και τα δάκριά της φιδωτά ποτάμια στα μάγουλα, «ως που δεν έμεινε τίποτα μέσα του!» συμπλήρωσε σφίγγοντάς τον περισσότερο με το χέρι. «Όλα του τα ζωτικά όργανα, ναι, καλά ακούς, του τα πήραν βάναυσα οι κολασμένες αράχνες. Όλα τα έφαγαν μπροστά μου οι καταραμένες και ‘γω, ναι, εγώ Δημοσθένη Καρρά, έστεκα πελαγωμένη γιατί δεν ήξερα αν έπρεπε να κλείσω τα μάτια για να μην βλέπω την φρίκη ή να κλείσω τα αυτιά για να μην την ακούω!» παραδέχτηκε αναστατωμένη φέρνοντας παράλληλα στο νου τις θανατηφόρες μορφές των λυσσαλέων αρθρόποδων και ακαριαία τον ελευθέρωσε από το κράτημά της.
Ακούγοντάς τον να της γυρεύει εξηγήσεις, η όψη της μούχρωσε πιότερο κι από την άβυσσο της ψυχής των ανθρώπων. Η επίκρισή της που ακαριαία ακολούθησε, ατσαλένιος πέλεκυς πάνω του. «Γιατί είναι νεκρός!» ούρλιαξε αλαφιασμένη. «Γιατί του άνοιξαν μια τρύπα στο πίσω μέρος του κεφαλιού σπάζοντάς του το κρανίο με τα στρεβλά τους νύχια και έρχονταν πότε η πρώτη, πότε η δεύτερη, πότε η τρίτη τερατόμορφη αράχνη και του ρουφούσε λυσσαλέα τα σωθικά!» το χέρι της τον γράπωσε από το δερμάτινο μπουφάν στο ύψος του λαιμού. «Καταλαβαίνεις τι σου λέω;» τον ρώτησε με πρόσωπο κάτασπρο, θαρρείς και πέθαινε από υποθερμία. «Συνειδητοποιείς την φρίκη, την αποστροφή! Τον ρουφούσαν ζωντανό ξανά και ξανά», αποκάλυψε και τα δάκριά της φιδωτά ποτάμια στα μάγουλα, «ως που δεν έμεινε τίποτα μέσα του!» συμπλήρωσε σφίγγοντάς τον περισσότερο με το χέρι. «Όλα του τα ζωτικά όργανα, ναι, καλά ακούς, του τα πήραν βάναυσα οι κολασμένες αράχνες. Όλα τα έφαγαν μπροστά μου οι καταραμένες και ‘γω, ναι, εγώ Δημοσθένη Καρρά, έστεκα πελαγωμένη γιατί δεν ήξερα αν έπρεπε να κλείσω τα μάτια για να μην βλέπω την φρίκη ή να κλείσω τα αυτιά για να μην την ακούω!» παραδέχτηκε αναστατωμένη φέρνοντας παράλληλα στο νου τις θανατηφόρες μορφές των λυσσαλέων αρθρόποδων και ακαριαία τον ελευθέρωσε από το κράτημά της.
Κυνηγώντας Τις Καταιγίδες - Σκιές Βαθιά Μέσα Στην Νύχτα Υπόθεση: "Εκάτη: Μια πόλη αινιγματική, μια πόλη καταραμένη. Ο Αντύπας Στεφανίδης ξυπνά και βρίσκεται να περιμένει έξω από την ψυχιατρική πτέρυγα του νοσοκομείου. Σύμμαχοι οι γονείς του. Εχθρός το μυαλό του. Ή μήπως το αντίθετο; Εκάτη: Μια πόλη με δώδεκα επαρχίες ολόγυρά της, που σε καμία τους δε θα ήθελες να βρεθείς. Ο Αντύπας Στεφανίδης βρέθηκε σε όλες και παρ’ όλα αυτά κατάφερε να επιβιώσει. Σύμμαχος το μυαλό του. Εχθροί όλοι τους. Ή μήπως το αντίθετο; Εκάτη: Μια πόλη γεμάτη θρύλους, μια πόλη γεμάτη θανατικό. Ο Αντύπας Στεφανίδης σύντομα θα ανακάλυπτε πόσο αληθινοί είναι. Σύμμαχοι οι γονείς, οι φίλοι και όσοι δε φοβόντουσαν να αντιμετωπίσουν τον θεριστή του διαβόλου. Εχθροί οι καταιγίδες. Ή μήπως το αντίθετο; Πριν από χρόνια οι πρόγονοί του τις είχαν νικήσει. Τώρα όμως επέστρεψαν χειρότερες και η χρονομέτρηση στην ξύλινη κλεψύδρα σύντομα θα ξεκινήσει. Αν δεν καταφέρουν οι καταιγίδες να τον βρουν, τότε θα πρέπει ο ίδιος να τις κυνηγήσει…"
Κυνηγώντας Τις Καταιγίδες - Σκιές Βαθιά Μέσα Στην Νύχτα Υπόθεση: "Εκάτη: Μια πόλη αινιγματική, μια πόλη καταραμένη. Ο Αντύπας Στεφανίδης ξυπνά και βρίσκεται να περιμένει έξω από την ψυχιατρική πτέρυγα του νοσοκομείου. Σύμμαχοι οι γονείς του. Εχθρός το μυαλό του. Ή μήπως το αντίθετο; Εκάτη: Μια πόλη με δώδεκα επαρχίες ολόγυρά της, που σε καμία τους δε θα ήθελες να βρεθείς. Ο Αντύπας Στεφανίδης βρέθηκε σε όλες και παρ’ όλα αυτά κατάφερε να επιβιώσει. Σύμμαχος το μυαλό του. Εχθροί όλοι τους. Ή μήπως το αντίθετο; Εκάτη: Μια πόλη γεμάτη θρύλους, μια πόλη γεμάτη θανατικό. Ο Αντύπας Στεφανίδης σύντομα θα ανακάλυπτε πόσο αληθινοί είναι. Σύμμαχοι οι γονείς, οι φίλοι και όσοι δε φοβόντουσαν να αντιμετωπίσουν τον θεριστή του διαβόλου. Εχθροί οι καταιγίδες. Ή μήπως το αντίθετο; Πριν από χρόνια οι πρόγονοί του τις είχαν νικήσει. Τώρα όμως επέστρεψαν χειρότερες και η χρονομέτρηση στην ξύλινη κλεψύδρα σύντομα θα ξεκινήσει. Αν δεν καταφέρουν οι καταιγίδες να τον βρουν, τότε θα πρέπει ο ίδιος να τις κυνηγήσει…"
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε